σύγκριτος

σύγκριτος
-ον, Α [συγκρίνω]
1. σχηματισμένος με τη διαδικασία τής σύμπηξης, συμπαγής
2. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί.
επίρρ...
συγκρίτως Α
συγκριτικώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύγκριτος — compact masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίτως — σύγκριτος compact adverbial σύγκριτος compact masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκριτον — σύγκριτος compact masc/fem acc sg σύγκριτος compact neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίτου — σύγκριτος compact masc/fem/neut gen sg συγκρίτης judge s assessor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκριτα — σύγκριτος compact neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκριτοι — σύγκριτος compact masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοσύγκριτος — ἰσοσύγκριτος, ον (Α) ο αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σύγκριτος (< συγκρίνω), πρβλ. αραιο σύγκρίτος, ιδιο σύγκριτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυσύγκριτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που απαρτίζεται από πολλά τμήματα ή πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύγκριτος (< συγκρίνω «συνδυάζω, συνθέτω»)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοσύγκριτος — ον, Α αυτός που έχει έντονη πήξη στο πεπτικό του σύστημα, δυσκοίλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συγκριτός «συμπαγής» (< συγκρίνω)] …   Dictionary of Greek

  • συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”